- ζεστάκρατα
- ζεστάκρατα, τά, ([etym.] ζεστός, ἄκρατον)A hot wine, Pall.in Hp.2.162 D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζεστάκρατα — hot wine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)